τουλουμπατζής

τουλουμπατζής
ο
πληθ. -ήδες
1. ο χειριστής τουλούμπας, αντλίας.
2. πυροσβέστης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τουλουμπατζής — ο, Ν (παλ. τ.) 1. χειριστής αντλίας 2. πυροσβέστης 3. ζαχαροπλάστης που παρασκευάζει ή που πουλάει γλυκά τουλούμπες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουλούμπα + κατάλ. τζής* (πρβλ. παλια τζής)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”